ἀγράμματος

ἀγράμματος
ἀγράμματος, ον ‘unable to write’ (X., Mem. 4, 2, 20; Epict. 2, 2, 22; BGU 118; 152; POxy 71; 133; 134; 137; 139 al.—EMajer-Leonhard, Ἀγράμματοι, diss. Marb. 1913; RCalderini, Aeg. 30, ’50, 14–41), also uneducated, illiterate (Pla., Tim. 23b; ἄνθρωποι Epicurus in Philod., Rhet. 1, 141; Philo, Omn. Prob. Lib. 51) of Peter and John ἄνθρωποι ἀ. καὶ ἰδιῶται Ac 4:13 (WWuellner, The Mng. of ‘Fishers of Men’ ’67, 45–63 ἀγράμ.=lacking in legal proficiency).—DELG s.v. γράφω. New Docs 5, 12f. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀγράμματος — illiterate masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγράμματος — η, ο (Α ἀγράμματος, ον) αυτός που δεν γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, αναλφάβητος, απαίδευτος νεοελλ. 1. αυτός που γνωρίζει ελάχιστα γράμματα, ο ημιμαθής 2. φρ. «την έπαθα σαν αγράμματος», εξαπατήθηκα σαν άπειρος, σαν ακατατόπιστος αρχ. 1. άγραφος,… …   Dictionary of Greek

  • αγράμματος — η, ο αυτός που ξέρει πολύ λίγα γράμματα, ο απαίδευτος: Οι αγράμματοι είναι πολύ περισσότεροι από τους αναλφάβητους (βλ. και αναλφάβητος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγραμμάτως — ἀγράμματος illiterate adverbial ἀγράμματος illiterate masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγράμματον — ἀγράμματος illiterate masc/fem acc sg ἀγράμματος illiterate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγραμματώτεροι — ἀγράμματος illiterate masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγραμμάτοις — ἀγράμματος illiterate masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγραμμάτου — ἀγράμματος illiterate masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγραμμάτους — ἀγράμματος illiterate masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγραμμάτων — ἀγράμματος illiterate masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγραμμάτῳ — ἀγράμματος illiterate masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”